- ενναιρω
- ἐνναίρωBatr. = ἐναίρω См. εναιρω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενναίρω — ἐνναίρω (Α) επικ. τ. τού εναίρω* φονεύω, εξολοθρεύω … Dictionary of Greek
εναίρω — ἐναίρω και ἐνναίρω (Α) 1. φονεύω, σκοτώνω σε μάχη (α. «ἐκ τοῡ δὴ τόξοισι δεδεγμένος ἄνδρας ἐναίρω», Ομ. Ιλ.) β) «κάπρους τ ἔναιρε», Πίνδ.) 2. (για πράγμ.) φθείρω, καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξαφανίζω … Dictionary of Greek